βραχιόνιος

βραχιόνιος
-α, -ο
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον βραχίονα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βραχιόνιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στο βραχίονα: Έσπασε μια βραχιόνια αρτηρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • μακροβραχιόνιος — α, ο αυτός που έχει μακρούς βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βραχιόνιος (< βραχίων), πρβλ. περι βραχιόνιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”